- κενεᾷ
- κενόςemptyfem dat sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενεά — κενός empty neut nom/voc/acc pl (epic) κενεά̱ , κενός empty fem nom/voc/acc dual (epic) κενεά̱ , κενός empty fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαγορίαισι — κενεᾱγορία empty talk fem dat pl (epic ionic aeolic) κενεαγορία empty talk fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεάν — κενεά̱ν , κενός empty fem acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεάς — κενεά̱ς , κενός empty fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek